ἡγηλάζω

ἡγηλάζω
ἡγηλάζω, [dialect] Ep. collat. form of ἡγέομαι,
A guide, lead,

κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Od.17.217

; but κακὸν μόρον ἡ. lead a wretched life, 11.618;

βίοτον βαρὺν ἡ. A.R.1.272

; ἱερὸν γόον Orac. ap. Zos.1.57: for Arat.893, v. ὑφηγηλάζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηγηλάζω — ἡγηλάζω (Α) (επικ. τ. τού ηγούμαι) 1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ηγούμαι*, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡγηλάζω — guide pres subj act 1st sg ἡγηλάζω guide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζῃ — ἡγηλάζω guide pres subj mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζει — ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήλασαν — ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζειν — ἡγηλάζω guide pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζεις — ἡγηλάζω guide pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζων — ἡγηλάζω guide pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηγηλάζω — Α οδηγώ, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἡγηλάζω, επικ. τ. τού ηγοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”